- εφοδευτής
- ο воен, проверяющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφοδευτής — ο (Α ἐφοδευτής) [εφοδεύω] ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών … Dictionary of Greek
εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] … Dictionary of Greek